- τραγουδιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που έχει σχέση με το τραγούδι ή τον τραγουδιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραγουδιστικός — ή, ό, Ν [τραγουδιστής] ο σχετικός με το τραγούδι ή τον τραγουδιστή. επίρρ... τραγουδιστικά Ν με τραγουδιστικό τρόπο … Dictionary of Greek